Η πιο μεγάλη αρετή της ιστορίας είναι η δικαιοσύνη . Πιστεύω ότι ολόκληρη η αλήθεια του ξεσηκωμού του Γένους δεν γράφηκε. Η ακριβής εκτίμηση προσώπων και πράξεων δεν συντελέστηκε.
Ο βράχος του Σουλίου, του αθάνατου κατά τον Παπαρηγόπουλο Σουλίου, εμάχετο δεκαετίες στο βορά, πριν γίνει έρημος βωμός του ηρωισμού, και αργότερα απασχολεί μετά του Αλή Πασά όλη τη τουρκική δύναμη της Ηπείρου και της Αλβανίας. Η συμμαχία του Σουλίου με τον Αλή συμπαρασύρει τους Αλβανούς σε συμμαχικό επί έτος αγώνα κατά των Τούρκων από το Δεκ. 1820, πράγμα που γίνεται λόγω μεν υπέρ του Αλή, έργω δε υπέρ της Ελληνικής Επαναστάσεως.
Οι αγωνιστές του Σουλίου υπήρξαν στρατιώτες του έθνους, υπήρξαν ασπίδα του. Αγωνίστηκαν μέχρι τελευταίας πνοής και έπεσαν ηρωικά. Έπαθαν ότι παθαίνουν οι προπομποί των στρατών. Μόνον όταν το Σούλι έπεσε, μόνο τότε ήλθαν οι στρατοί του Σουλτάνου ακωλύτως στη Πελοπόννησο.
Σήμερα, ο αντίλαλος της ιστορίας ξαναλέει τα ονόματά των αγωνιστών. Ο απόηχος του μύθου ξαναθυμίζει τις ανδραγαθίες τους. Ο προβολέας του θρύλου ξαναφωτίζει τις μορφές τους. Του δημοτικού τραγουδιού ο αχός ανανεώνει την υστεροφημία τους.
Σήμερα οι πολεμίστρες του Τζαβελαϊικου σιγομιλάνε :
« Εάν ο υιός μου δεν μένει ευχαριστημένος να αποθάνει δια την πατρίδα του, αυτός δεν είναι άξιος να γνωρίζεται ως υιός μου», ακούεται η φωνή του Λάμπρου για το γιό του Φώτο, αιχμάλωτο του Αλή. Και η τραγική μάνα Μόσχω, συμπληρώνει : « Το παιδί μου είναι παιδί του Σουλιού. Και σαν γλυτώσει το Σούλι, γλυτώνει και το παιδί μου, και σαν χαθεί το Σούλι, ας χαθεί και το παιδί μου, και εγώ η ίδια».
Σήμερα φεγγοβολάει μπροστά μας η αστραπή της λεβεντιάς του καλόγερου Σαμουήλ στους αγώνες κατά του Αλή, και αχεί η βροντή που ανατίναξε το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής,12 Δεκ 1803. Είναι η ίδια φωτιά που έκαψε αργότερα πολλούς ιεράρχες μας, τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄, τον Αθανάσιο Διάκο, τον Παπαφλέσσα, τον Δεσπότη της Σμύρνης Χρυσόστομο.
Εκείνη η φωτιά στις 12 Δεκ 1803 έκανε τους τουρκαλβανούς να προδώσουν τους όρους της συνθήκης και να ξεσπιτώσουν τους Σουλιώτες. Κι ενώ το Σώμα του Τζαβέλα φτάνει στη Πάργα, το Σώμα του Μπότσαρη και του Κουτσονίκα χτυπιόνται άνανδρα. Την ίδια στιγμή εξήντα ατρόμητες Σουλιώτισσες αντιτάσσουν στην ατιμία των τουρκαλβανών το χορό του θανάτου, για να μείνουν αιώνιες.
Ο χορός τους, χορός λευτεριάς και αξιοπρέπειας, δεν έκλεισε. Τον έσυρε στις 19 του Δεκέμβρη και η Δέσπω, που με τις εφτά θυγατέρες και νύφες της θυσιάστηκε στο Πύργο του Δημουλά. Τον έσυραν και οι λοιπές Σουλιωτοπούλες, που έπεσαν αργότερα στο Μοναστήρι του Σέλτσου. Όλες τους, ενσάρκωναν αγέρωχα την ιδέα της Ελευθερίας, που μετρούσε με βιά τη σκλαβωμένη τούτη Γη, φοβερή και στην όψη της, φοβερή και στου σπαθιού την κόψη.
Στα αγαπημένα τους βράχια προσβλέπουν οι Σουλιώτες, και επανέρχονται, όταν αργότερα σπρώχνονται στις τάξεις του Αλή. Γράφει ο Κ. Παπαρρηγόπουλος : « Συνωμολογήθη η συμμαχία και την 3η Δεκεμβρίου 1820 εγκατέλιπον οι Σουλιώται το Οσμανικό στρατόπεδο, ουχί βεβαίως ίνα σώσωσι τον Αλήν, αλλ’ ίνα δώσωσι το σύνθημα της μεγάλης σύμπαντος του Έθνους Επαναστάσεως ». Και θεωρήθηκε η 12η Δεκεμβρίου 1820 από τον Κ. Παπαρηγόπουλο και από άλλους σοβαρούς ιστορικούς σαν η αληθινή ημερομηνία που άρχισε η Ελληνική Επανάσταση.
Το Σούλι ήταν παγκόσμια γνωστό σαν ο τόπος των θρύλων. Στο βράχο του ήλθαν και εγκαταστάθηκαν, πριν πάνω από διακόσια χρόνια, πολλοί από τους Έλληνες, που εφλέγοντο από τον πόθο της Λευτεριάς. Αποτέλεσε εστία στρατιωτικής αλκής. Η ψυχή του Γένους περιέσωσε εδώ ψηλά, σε απροσπέλαστο άδυτο, ανόθευτη τη σταγόνα του Ελληνικού αίματος, αμόλυντο το κύτταρο του Ελληνικού πνεύματος.
Δεν υπάρχει κατανυκτικότερο ιστορικό μυστήριο από τη μετεώριση της ιστορίας σε θρύλο. Δεν υπάρχει ωραιότερη ιστορική πραγμάτωση από την υλοποίηση του θρύλου σε ιστορία. Εδώ στο Σούλι ξαναζωντάνεψε ο Ελληνικός μύθος, που θέλει τους Σουλιώτες απόγονους του γένους των αρχαίων Ηρακλειδών :
« Ίσως μένει εκεί πέρα κάποιος σπόρος κρυμμένος
Πού θα δείξει αν δεν είναι Ηρακλείδικο γένος »,
Τραγούδησε ο Λόρδος Βύρων για το Σούλι.
Η φήμη των Σουλιωτών είχε διαδοθεί απ’ άκρου σ’ άκρο της Ευρώπης και ενθουσίαζε ποιητές και λαογράφους. Ο κόμης Πέκιο που τους επισκέφθηκε λέει : « Είδα τους περήφανους Γρεναδιέρους του Ναπολέοντα και τις περήφανες Αγγλικές φρουρές. Μα μου φαίνεται πως οι Σουλιώτες ξεπερνούν και εκείνους και αυτούς ». Η Ρωσία στους ανδρείους Σουλιώτες ητένιζε, και τους εδέχετο στην αυλή της με μεγάλες τιμές, σαν εκπροσώπους ελεύθερου και ανεξάρτητου κράτους.
Ο Ι. Λαμπρίδης γράφει : « Οι Σουλιώτες ήταν λαός αδούλωτος και φιλοπόλεμος. Πείσμονες, τραχείς, τολμηροί, περιεφρόνουν την άνεση, τη πολυτέλεια, και μάλιστα τη δειλία, και τιμούσαν την ανδρεία και πάσαν αρετή προσιδιάζουσα εις τους πολεμικούς και τους γενναίους. Η ανεξαρτησία τους και η αγάπη της πατρίδος ήταν θεμέλιο της ζωής τους, και κατέστησαν το Σούλι Προπύργιο του Ελληνισμού και Στρατιωτικό Σχολείο του Γένους ».
Οι αγωνιστές του Σουλίου με τη λαχτάρα τους για την Ελευθερία έδειξαν την αξία που έχει για τη ζωή τους το ύψιστο αυτό αγαθό. Έκαναν κανόνα και βίωμα της ζωής τους τη γνωστή προτροπή του Περικλή προς τους Αθηναίους: « Το εύδαιμον το ελεύθερον, το δε ελεύθερον το εύψυχον κρίναντες, μη παροράσθε τους πολεμικούς κινδύνους ». Το αρχαίο Ελληνικό πνεύμα ξύπνησε μέσα τους, και οσάκις το Ελληνικό πνεύμα μεγαλουργεί, κάνει αρχαίους και νέους ήρωες να συμβαδίζουν, και να δημιουργούν ιστορικούς σταθμούς για ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Οι Σουλιώτες ανεβαίνουν σε απάτητες βουνοκορφές για να αποφύγουν τους διωγμούς του κατακτητή προς τους έλληνες χριστιανούς της περιοχής, που εντάθηκαν μετά την εξέγερση του επισκόπου Διονύσιου του φιλοσόφου. Οργανώνουν εκεί ιδιότυπη κοινοβιακή πολιτεία και χαλκεύουν μαζί, υλικό και ηθικό εξοπλισμό. Διάγουν ελεύθερη, αλλά σκληρή στρατιωτική ζωή. Αγωνίζονται στο πήδημα, στο λιθάρι, στο τρέξιμο, στις ομάδες. Και έχουν δημοκρατία, όπως και ιεραρχία, βαθμούς, άγραφους και όμως αυστηρότατους κανονισμούς. Μάχες και θάνατοι είναι οι καθημερινές τους ασκήσεις. Και καλό βόλι η συνηθισμένη ευχή.
Η λιτότητα και η σεμνότητα βίου, η γνώση του εδάφους και η άσκηση στη βολή, έγινε το παράδειγμα και για τους λοιπούς αυριανούς μαχητές της εθνικής μας ανεξαρτησίας. Χάρις στη παράδοση αυτή, που κληροδοτήθηκε σε αρματωλούς και κλέφτες, κατόρθωσε το δουλωμένο έθνος να ετοιμάσει πλήθος εμπειροπόλεμα παλικάρια, που με το γιαταγάνι στο πλευρό, με το καριοφίλι στο χέρι, ξεφύτρωναν πολεμόχαρα, ορμητικά για το γιουρούσι, καρτερικά για την άμυνα, με την ευχή καλό βόλι στο στόμα, με το όραμα της ελεύθερης Ελλάδος στα μάτια.-