08 Ιουνίου 2018

Το Μακεδονικό Ζήτημα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια Οι απόψεις που εκτίθενται, εκφράζουν το συγγραφέα και όχι την ΕΑΑΣ ή το ΤΣ/Παραρτήματος Ημαθίας.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Μακεδονικό Ζήτημα είναι η ονομασία με την οποία έγινε διεθνώς γνωστό το εθνικοχωροταξικό πρόβλημα που δημιουργήθηκε αμέσως μετά τη Συνθήκη του Βερολίνου τον 19ο αιώνα, στη Βαλκανική, και ειδικότερα στη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας μεταξύ των κρατών της περιοχής, Ελλάδας, Βουλγαρίας, Σερβίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το Μακεδονικό Ζήτημα ήταν επιμέρους θέμα του γενικότερου Ανατολικού Ζητήματος που φάνηκε να είχε λήξει με το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου πλην όμως επανεμφανίσθηκε στο προσκήνιο αμέσως μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ανάμεσα σε Ελλάδα, Βουλγαρία και Γιουγκοσλαβία στην αρχή, και ΠΓΔΜ στη συνέχεια, ως το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ.

 

Σύνοψη 

Από την ίδρυση του μικρού Ελληνικού Βασιλείου, μόνιμος και συνεχής προβληματισμός του Έθνους ήταν η τύχη και το μέλλον των υποδούλων Ελλήνων που παρέμειναν υπό τον Οθωμανικό ζυγό. Από τη δεκαετία όμως του 1870 παρουσιάζεται ένας νέος ανταγωνιστής, η Βουλγαρία, με διεκδικήσεις μάλιστα σε περιοχές όπου υπήρχαν συμπαγείς Eλληνικοί πληθυσμοί. Η Bουλγαρική εθνική αφύπνιση καθυστέρησε αρκετά σε σχέση με την Eλληνική, αλλά και των άλλων Bαλκανικών εθνοτήτων. Μόνο μετά το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1828-29 , η διέλευση των Ρωσικών στρατευμάτων μέσα από Βουλγαρικές επαρχίες για να φτάσουν στην Αδριανούπολη, κέντρισε το εθνικό αίσθημα των ομοδόξων τους, υποδούλων στους Τούρκους, Βουλγάρων. Ύστερα από τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1854), σε μια εποχή κατά την οποία Βούλγαροι του εξωτερικού συνεργάζονταν με Ρώσους Πανσλαβιστές (η πανσλαβιστική ιδέα ταυτίζονταν όλο και περισσότερο με τα σχέδια της Ρωσίας για έξοδο στη Μεσόγειο και έλεγχο των Στενών) δόθηκε μία νέα ώθηση για την ανάπτυξη της Βουλγαρικής εθνότητας. Λίγα χρόνια αργότερα, άρχισε οξύς εκκλησιαστικός ανταγωνισμός προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τον Ελληνικό κλήρο.[1]

 

Ιστορία

Η εθνολογική γραμμή του Γίρετσεκ για το πολιτιστικό υπόβαθρο των Βαλκανίων

Ύστερα από την Γαλλική Επανάσταση (1789) ξεκίνησε σε όλη την Ευρώπη μια σειρά εθνικών αφυπνίσεων, τις οποίες διαδέχθηκε ένα κύμα εθνικιστικών εξεγέρσεων και επαναστάσεων. Μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, κατά την οποία οι Μακεδόνες έπαιξαν πρωταρχικό ρόλο αφενός, και που αφετέρου οδήγησε σε καταστροφή πολλών εστιών του Ελληνισμού στη Μακεδονία, οι Μακεδόνες συνέχισαν τους αγώνες ελευθερίας και ένωσης με το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος. Έτσι ακολούθησαν οι Μακεδονικές Επαναστάσεις του του 1854, του 1866, του 1878, του 1880 και των Πηχεωνικών του 1881. Περί το τέλος του 19ου αιώνα, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε να δείχνει σημεία παρακμής, είχαν ήδη ξυπνήσει ο μαυροβούνιος, ο σέρβικος, ο ελληνικός, ο βουλγάρικος και ο ρουμάνικος εθνικισμός. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να δημιουργηθούν καινούρια εθνικά κράτη στην επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα οποία διεκδικούσαν όλο και περισσότερα εδάφη από την Αυτοκρατορία. Κύρια μέσο επέκτασης των νεοσύστατων βαλκανικών κρατών ήταν η αλυτρωτική πολιτική, δηλαδή η διεκδίκηση πληθυσμιακών ομάδων που διαβιούσαν στον εναπομείναντα Ευρωπαϊκό Οθωμανικό χώρο και η πολιτική ενσωμάτωσης των περιοχών όπου διαβιούσαν αυτές οι ομάδες προς τον κορμό των κρατών τους.
Σημαντικός σταθμός στην ιστορία της περιοχής ήταν η δημιουργία το (1893) στη Ρέσνα της περιοχής της Πελαγονίας της μυστικής οργάνωσης ΒΜΡΟ (στα ελληνικά ΕΜΕΟ), δηλαδή Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση. Σκοποί της οργάνωσης ήταν η απελευθέρωση της Μακεδονίας από τους Τούρκους με το παραπλανητικό σύνθημα «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες» και η παροχή στήριξης στη διατήρηση της Βουλγαρικής εθνικής ταυτότητας στις ευρωπαϊκές Οθωμανικές κτήσεις[2]. Στον όρκο που δίναν τα μέλη της γίνονταν σαφής διάκριση μεταξύ Βουλγάρων και Ελλήνων και τονίζονταν ότι οι χριστιανικές εθνότητες θα συνεργάζονταν για την αποκήρυξη του Οθωμανικού ζυγού.[3] Αποτέλεσμα της δράσης της ΕΜΕΟ ήταν, οι εθνικοί ανταγωνισμοί να μετατραπούν σε ένοπλες συγκρούσεις, κάτι που οδήγησε σε νέα Μακεδονική Επανάσταση το 1896. Σύμφωνα με απογραφή που έγινε από το Χιλμή Πασά το 1904 στα βιλέτια της Θεσσαλονίκης, του Μοναστηρίου και του Κοσσυφοπεδίου, η σύσταση του πληθυσμού ήταν: Μωαμεθανοί (1.729.000), Έλληνες (647.932), Βουλγαρίζοντες (527.784), Σέρβοι (167.601), Εβραίοι (48.270) και Ρουμανίζοντες Βλάχοι (30.116). [4]  Υπολογίζεται ότι ένας στους τρεις κατοίκους της μετέπειτα Ελληνικής Μακεδονίας μιλούσε Σλαβομακεδονικά.[5]α[›]  
Το 1908 εκδηλώθηκε ο Τουρκικός εθνικισμός με το κίνημα των Νεότουρκων. Η εξέλιξη αυτή ήταν αρνητική για όλα τα χριστιανικά έθνη που κατοικούσαν στην Μακεδονία, γιατί δυσκόλευε την επέκταση και την ίδρυση εθνικών κρατών. Ακολούθησαν οι δύο Βαλκανικοί Πόλεμοι κατά τους οποίους η Μακεδονία διαμελίστηκε στα τρία και προσαρτήθηκε από την Σερβία, την Ελλάδα και την Βουλγαρία.
Το Μακεδονικό απασχόλησε και την Β' Διεθνή (διάσκεψη των κομμουνιστικών κρατών), η οποία υποστήριξε τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου Μακεδονικού κράτους, κάτι το οποίο δεν έγινε μετά τους πολέμους και την ανταλλαγή πληθυσμού του 1923
Με την ανταλλαγή των πληθυσμών το ελληνικό στοιχείο ενδυναμώθηκε σημαντικά στην Μακεδονία με την άφιξη Μικρασιατών προσφύγων και την απομάκρυνση μουσουλμάνων. Η πολιτική ενσωμάτωσης συνεχίστηκε από το Ελληνικό κράτος, με σκοπό τον πλήρη γλωσσικό εξελληνισμό του σλαβόφωνου στοιχείου, με καταστολή χρήσης των σλαβικών γλωσσών και διαλέκτων στην Ελληνική επικράτεια (στην Πελοπόννησο και τη Στερεά διώχτηκε η χρήση της αρβανίτικης), κάτι που σε γενικές γραμμές επιτεύχθηκε, αλλά όχι απόλυτα.[5] Παρόλα αυτά το πρόβλημα συνέχισε να απασχολεί τη Β' Διεθνή και αργότερα την Γ' Διεθνή, με σκοπό την δημιουργία ανεξάρτητου κράτους, θέση η οποία το 1924 υιοθετήθηκε επίσημα και από το ΚΚΕ.
Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής στην Ελλάδα, ορισμένοι σλαβόφωνοι πληθυσμοί στην Ελληνική Μακεδονία προσχώρησαν ομαδικά στα αντάρτικα ένοπλα τμήματα του ΕΑΜ. Το ΕΑΜ μετά από πιέσεις των Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων, δημιούργησε την οργάνωση ΝΟΦ (Εθνικό απελευθερωτικό Μέτωπο-Ναρόντνο Οσλομπουντίλνο Φρόντ)), η οποία ήταν παρακλάδι του, με σκοπό μελλοντικά να γίνει αντικείμενο εθνικιστικών στόχων της Γιουγκοσλαβίας. Κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πόλεμου στην Ελλάδα πολλές χιλιάδες Μακεδόνων (γηγενών και προσφύγων) αποχώρησαν προς την Γιουγκοσλαβία,β[›] πολλοί από τους οποίους (οι πρώην κομιτατζήδες της Οχράνα) βαρύνονταν με καταδίκες για συνεργασία με τους κατακτητές. Κατά την γενική αμνήστευση που εξέδωσε το ελληνικό κράτος στις αρχές του ΄80 προς τους πρώην πολίτες του Ελληνικού κράτους που εκδιώχθηκαν από τις εστίες τους μετά τον εμφύλιο πόλεμο, αρκετοί δεν μπόρεσαν ούτε τότε να επιστρέψουν στην πατρογονική τους εστία καθώς μια οδηγία της απόφασης της ελληνικής κυβέρνησης επισήμανε πως δικαίωμα επαναπατρισμού έχουν μόνο οι Έλληνες πρώην πολίτες του Ελληνικού κράτους και όχι οι μη Έλληνες στο γένος, πρώην πολίτες του Ελληνικού κράτους.
Αντίθετα τα πράγματα στην Τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία για τους Σλαβομακεδόνες, είναι εντελώς διαφορετικά. Μετά την τρομοκρατία και την πλήρη έλλειψη δικαιωμάτων για τους Σλαβομακεδόνες του Σερβικού Βασιλείου, ο Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, Πρόεδρος της πρώην Γιουγκοσλαβίας της οποίας τμήμα αποτελούσε η "Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας", αναγνώρισε πλήρως το "Μακεδονικό έθνος", και ως εκ τούτου στην Ομόσπονδιακή Λαϊκή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, συμπεριέλαβε ως ισότιμο ομόσπονδο κράτος μέλος, την "Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας", με πρωτεύουσα τα Σκόπια. Πιο συγκεκριμένα, 7 μήνες προτού η Γιουγκοσλαβία ανακηρυχθεί "Ομοσπονδιακή Λαϊκή Δημοκρατία" (31.1.1946), άρχισε να καλλιεργεί τη θεωρία ότι υπάρχει ξεχωριστή "μακεδονική εθνότητα" που ένα τμήμα της στενάζει τάχα υπό τον Ελληνικό ζυγό. Η θεωρία διατυπώθηκε πρώτη φορά, ολοκληρωμένη στις 21.6.1945 με ένα άρθρο της "Μπόρμπα" (επισήμου οργάνου του Κ.Κ. Γιουγκοσλαβίας) με τίτλο "Η Μακεδονία του Αιγαίου". Η πρώτη Ελληνική αντίδραση πραγματοποιήθηκε μέσω δημοσίευσης στην εφημερίδα "Ελευθερία" στις 4.7.1945 με τίτλο "Μακεδονία του Αιγαίου" από τον Θεοφύλακτο Φ. Παπακωνσταντίνου, δημοσιογράφο και μετέπειτα αρχισυντάκτη της εφημερίδας. Έκτοτε έγραψε συνολικά άλλα 35 άρθρα κατά τις προσεχείς 10ετίες σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά χωρίς όμως να βρει ανταπόκριση από τις Ελληνικές Κυβερνήσεις...
Μετά την διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας όλα τα πρώην ομόσπονδα κράτη που την αποτελούσαν άρχισαν ένα-ένα να κηρύσσουν την ανεξαρτησία τους. Έτσι στις 6 Σεπτεμβρίου του 1991, κήρυξε την ανεξαρτησία της και το κράτος της ΠΓΔΜ ως "Δημοκρατία της Μακεδονίας". Αυτό δημιούργησε ένταση μεταξύ των κρατών της Ελλάδας και της ΠΓΔΜ, γνωστό ως ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ.

 

Προσδιορισμός των σφαιρών επιρροής μετά το συνέδριο του Βερολίνου (1878)

Στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας-Βουλγαρίας μετά το Συνέδριο του Βερολίνου (1878) κυριαρχούσαν τρία βασικά ζητήματα:
Και τα τρία ζητήματα ήταν στενά συνδεδεμένα. Η Ελλάδα είχε κατανοήσει ότι η ημιαυτόνομη Ανατολική Ρωμυλία ήταν μακροπρόθεσμα μια χαμένη υπόθεση, αλλά αποφάσισε να στηρίξει τον εκεί Ελληνισμό (60.000) ως αντίρροπη δύναμη στις βουλγαρικές διεκδικήσεις επί της Μακεδονίας. Η ελληνική θέση για τη Μακεδονία ήταν σαφής:
Η Ελλάδα διεκδικούσε την ιστορική Μακεδονία (το σημερινό ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας και τη γραμμή Αχρίδας- Μοναστηρίου- Στρώμνιτσας- Μελενίκου) και πάντοτε ανέμενε από τη Βουλγαρία την εκδήλωση ενδιαφέροντος για τον καθορισμό της διαχωριστικής γραμμής. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν πρόθυμο να προβεί σε άρση του βουλγαρικού σχίσματος, υπό τον όρο ότι ο Βούλγαρος Έξαρχος θα εγκατέλειπε την Κωνσταντινούπολη, θα εγκαθίστατο στη Σόφια και η δικαιοδοσία του θα περιοριζόταν στη Βουλγαρική Ηγεμονία και την Ανατολική Ρωμυλία.[6]
Η πραξικοπηματική προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας από τη Βουλγαρική Ηγεμονία (Σεπτέμβριος 1885) και η εφαρμοσθείσα πολιτική του εκβουλγαρισμού των Ελλήνων ψύχραναν περισσότερο τις σχέσεις Αθήνας-Σόφιας.
Η Βουλγαρία, έχοντας εξασφαλίσει τον Οκτώβριο του 1897 τρία νέα σουλτανικά βεράτια για εξαρχικούς επισκόπους στη Δίβρη, το Μοναστήρι και τη Στρώμνιτσα, ως αποτέλεσμα της ουδέτερης στάσης που τήρησε στον ελληνο-τουρκικό πόλεμο, σε καμιά περίπτωση δεν δεχόταν τη λύση της διανομής και απλά ήθελε να βολιδοσκοπήσει την στάση της Ελλάδας.[7]

 

Το Status quo

Μετά την Συνθήκη Βουκουρεστίου (1913) που ήταν επισφράγισμα των δύο Βαλκανικών πολέμων, στην Ελλάδα παραχωρήθηκε περ. το 50,5% της μείζονος Μακεδονίας, το 38% στη Σερβία και το 10,5% στη Βουλγαρία[8]
  • «Η Ελλάδα σεβάστηκε τη συνθήκη του Βουκουρεστίου και ποτέ δεν διεκδίκησε ούτε θεωρητικά την Στρώμνιτσα ή το Μελένικο με συμπάγεια τότε ελληνικού πληθυσμού που απελευθερώθηκε από τον προελάσαντα νικηφόρο ελληνικό στρατό τον Ιούνιο του 1913 και παρέμεινε ελληνικό (υπό ελληνικήν στρατιωτικήν κατοχήν) για δύο περίπου μήνες, κατακυρώθηκε στην Βουλγαρία, οπότε ολόκληρος ο πληθυσμός της πόλης μετανάστευσε σε ελληνικό έδαφος και εγκαταστάθηκε στο Σιδηρόκαστρο, τις Σέρρες και τη Θεσσαλονίκη[9]

 

Δείτε επίσης

 

Σημειώσεις

α: Σύμφωνα με την επίσημη άποψη της Βουλγαρίας, όπως προβλήθηκε το 1913 από τον Βούλγαρο Ιορδάν Ιβάνωφ και υιοθετήθηκε ως επίσημη βουλγαρική άποψη από την Διεθνή Επιτροπή Κάρνεγκη το 1914 στην έκθεση της για τα αίτια και τη διεξαγωγή των Βαλκανικών πολέμων, στα εδάφη που αποτέλεσαν την ελληνική Μακεδονία ζούσαν στις παραμονές των πολέμων 260.000 Σλαβομακεδόνες.[10] Οι σλαβομακεδόνες αυτοί «Βούλγαροι» για την Βουλγαρία και «Μακεδόνες» για την ΠΓΔΜ, συμπεριλάμβαναν φυσικά τόσο τους πρώην Εξαρχικούς όσο και τους πρώην Πατριαρχικούς. Σύμφωνα με την επίσημη ελληνική άποψη, η οποία προβλήθηκε κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου κυρίως από τον Βλαδίμηρο Κολοκοτρώνη και τον Αλέξανδρο Πάλλη στις περιοχές της μείζονος Μακεδονίας που απελευθερώθηκαν από το ελληνικό στρατό και αποτέλεσαν την ελληνική Μακεδονία ζούσαν στις παραμονές των Βαλκανικών πολέμων μεταξύ 115.000 και 120.000 Σλαβομακεδόνες. Η διαφορά λοιπόν των 140.000 μεταξύ των ελληνικών και των βουλγαρικών υπολογισμών αντιπροσωπεύει τον αριθμό των ελληνοφρόνων Σλαβοφώνων.
β: Άλλο κύμα αναχωρήσεων από την περιοχή προκάλεσε η έντονη και παρατεταμένη διαμάχη μεταξύ Σοβιετικής Ενώσεως και Γιουγκοσλαβίας το 1948 και η συνακόλουθη αποπομπή της τελευταίας από την Κομινφόρμ. Η ρήξη αυτή διέσπασε και τους Σλαβομακεδόνες Κομμουνιστές, πολλοί από τους οποίους αρνήθηκαν να καταδικάσουν την τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία και διεχώρισαν τη θέση τους από αυτήν του ΚΚΕ. Πολλοί μαχητές των ΝΟΦικών μονάδων τότε 5.000 - 6000, [11] αλλά και πολλά στελέχη του ΝΟΦ, εγκατέλειψαν το Βίτσι και πέρασαν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας.[12]

Παραπομπές


Ελληνική Ιστορία, τόμ. 25,σ.367, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε ISBN 960-213-260-4

Ιβάν Χατζηνικόλοφ: «...μόνο μια μυστική επαναστατική οργάνωση θα μπορούσε να εξουδετερώσει την ξένη προπαγάνδα στη Μακεδονία, και θα ήταν η πιο αξιόπιστη στήριξη για τη διατήρηση του βουλγαρικού εθνικού αισθήματος...» - «Ιλουστράτσια Ίλιντεν» 1936, βιβλίο Ι, σελ. 4-5 - Илюстрация Илинден, София, 1936 г., кн. 1, стр. 4-5

Κωνσταντίνος Αποστόλου Βακαλόπουλος, Εθνοτική Διαπάλη στη Μακεδονία (1894 – 1904), Η Μακεδονία στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα, Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ. 311

ΕΘΝΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ δίκτυο Ελληνων. Ανακτήθηκε την 14 Σεπτεμβρίου 2012.

Τάσος Κωστόπουλος (2008). Η απαγορευμένη γλώσσα. Βιβλιόραμα. ISBN 9789608087736.

Σπυρίδων Σφέτας, Η πορεία προς το Ίλιντεν, ο αντίκτυπος της εξέγερσης στην Ελλάδα και οι απαρχές της ένοπλης φάσης του Μακεδονικού Αγώνα σσ. 1-82, Θεσσαλονίκη 2006

Σπυρίδων Σφέτας, όπ.π.

ΙΕΕ, τόμος ΙΔ΄ σ.

Κωνσταντίνος Τσώπρος, «ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ (Μελένοικο-Θεσσαλονίκη)» σ. 38 εκδ. ΙΜΧΑ, 1992 GR ISSN: 0073-862Χ

Carnegie Endowment for Internatinal Peace, Report of the International Commision to Inquire into the Causes and the Conduct oh the Ballkan Wars, Ουάσινγκτον 1914

Ιωάννης Κολιόπουλος, Λεηλασία φρονημάτων «ΒΕΕΘΩΜ» σ. 225, εκδ. Βάνιας, 1995 ISBN 960-288-039-2. 

Woodhouse Struggle, σσ. 248-9, 253-4, 264

Βιβλιογραφία

Επιπλέον βιβλιογραφία

  • Wilkinson, Henry Robert (1951). Maps and politics: a review of the ethnographic cartography of Macedonia. Liverpool studies in geography. Liverpool: Liverpool University Press.
  • Erik Sjöberg (2011), Battlefields of Memory. The Macedonian Conflict and Greek Historical Culture, Umeå University. ISBN 978-91-7459-329-7
  • Γούναρης, Βασίλης Κ. (2010). Το Μακεδονικό Ζήτημα από τον 19ο έως τον 21ο αιώνα. Ιστοριογραφικές προσεγγίσεις. Θέματα Ιστορίας. 1. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.