29 Μαΐου 2019

Ο ηρωισμός του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου με τα μάτια του Γ. Σφραντζή

Του Χαράλαμπου Ανδριανόπουλου, φοιτητή Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

Στα τέλη Μαρτίου του 1453, και ενώ οι Οθωμανοί βρισκόντουσαν προ των πυλών, ο Κωνσταντίνος διέταξε να γίνει απογραφή στην πόλη για να καταγραφούν «οι αρτιμελείς άνδρες μαζί με τους καλόγερους και τα όπλα που μπορούσαν να διαθέσουν στην άμυνα».[1] Αφού συγκέντρωσε τα στοιχεία, εμπιστεύθηκε την πρόσθεση στον πιστό πρωτοβεστιάριο και φίλο του Γεώργιο Σφραντζή. Όπως αναφέρει ο Σφραντζής, «[ο Αυτοκράτορας] με κάλεσε κοντά του και μου είπε: Αυτή την υπηρεσία πρέπει να την αναλάβεις εσύ γιατί απαιτεί μυστικότητα και προσοχή. Πάρε λοιπόν αυτούς εδώ τους καταλόγους, πήγαινε στο σπίτι σου και λογάριασε πόσοι ακριβώς είναι οι μάχιμοι και πόσα τα όπλα, οι ασπίδες, τα τόξα και οι πολιορκητικές μηχανές».[2] Ο Σφραντζής έκανε αμέσως την πρόσθεση: « Όταν πια εκτέλεσα τη διαταγή του αφέντη μου, πήγα με κατήφεια και πόνο και παρέδωσα τον κατάλογο». Η αιτία αυτής της κακής διάθεσης ήταν ξεκάθαρη: «Σε μια τόσο μεγάλη στο μέγεθος πόλη, ο αριθμός των υπερασπιστών έφτανε τους 4773 Έλληνες, χωρίς τους ξένους, που μόλις έφταναν τους 200».[3] Ο Κωνσταντίνος απελπίστηκε από την πιθανή επίδραση που θα είχαν αυτά τα στοιχεία στο ηθικό και ήταν αποφασισμένος να τα αποκρύψει. «Οι αριθμοί παρέμειναν μυστικοί, ανάμεσα στον αυτοκράτορα και μένα», θυμάται ο Σφραντζής.[4]
Απεικόνιση του Γεωργίου Σφραντζή δίπλα από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, Δημαρχείο Αθηνών
Η στρατηγική του Μωάμεθ ήταν φθοροποιός και ανυπόμονη. «Η επίθεση συνεχιζόταν νύχτα και μέρα, χωρίς να παύουν οι συγκρούσεις και οι εκρήξεις, οι συντριβές των πετρών και των βλημάτων στα τείχη, καθώς ο σουλτάνος πίστευε ότι έτσι θα έπαιρνε εύκολα την πόλη, αφού ήμαστε λίγοι εναντίον πολλών, σπρώχνοντάς μας στον θάνατο και την εξουθένωση, κι έτσι δεν μας άφηνε μια ανάπαυλα από τις επιθέσεις.[5] Ζώντας τη δύναμη των πολεμικών μηχανών του σουλτάνου κάθε μέρα, οι στρατιώτες μας τις συνήθισαν και δεν επεδείκνυαν ούτε φόβο ούτε δειλία».[6]
Ο Γεώργιος Σφραντζής περιγράφει τον Κωνσταντίνο να καλπάζει με την αραβική φοράδα του στους σκοτεινούς δρόμους της πόλης και να επιστρέφει αργά τη νύχτα στο παλάτι των Βλαχερνών. Φώναξε τους υπηρέτες και το λοιπό προσωπικό, τους παρακάλεσε να τον συγχωρήσουν, και στη συνέχεια, απαλλαγμένος, σύμφωνα με τον Σφραντζή «ανέβηκε στο άλογό του και φύγαμε από τα ανάκτορα, για να γυρίσουμε στα τείχη και δώσουμε θάρρος στους φρουρούς ώστε να φυλάττουν άγρυπνα».[7]Αφού ήλεγξαν ότι όλα έβαιναν καλώς και οι πύλες ήταν καλά ασφαλισμένες, με το πρώτο λάλημα του πετεινού ανέβηκαν στην Καλιγαρία Πύλη, η οποία παρείχε πολύ καλή θέα της πεδιάδας και του Χρυσού Κέρατος, ώστε να επιτηρούν τις προετοιμασίες του εχθρού στο σκοτάδι. Άκουγαν τους πολιορκητικους κριούς πύργους καθώς κυλούσαν βαριά τις ρόδες τους, αόρατοι προς τους προμαχώνες, τις μεγάλες κλίμακες που τις έσερναν πάνω στο ισοπεδωμένο έδαφος και τους πολυάριθμους στρατιώτες που κάλυπταν τις τάφρους κάτω από τα διαλυμένα τείχη. Νότια, στον Βόσπορο που αχνόφεγγε, και στον Μαρμαρά, μπορούσαν να διακρίνουν το περίγραμμα των μεγάλων γαλερών, απόμακρες σκιές φαντασμάτων που έπαιρναν τις θέσεις τους πίσω από τον μεγάλο τρούλο της Αγίας Σοφίας. Μέσα στον Κεράτιο, οι μικρές φούστες προσπαθούσαν να τοποθετήσουν την πλωτή γέφυρα πάνω στα Στενά και να ελιχθούν κοντά στα τείχη. Είναι μια εφιαλτική στιγμή ενδοσκόπησης και μια χαρακτηριστική εικόνα του πολυπαθούς Κωνσταντίνου, του ευγενούς αυτοκράτορα και του πιστού φίλου του να στέκονται στα εξωτερικά τείχη ακούγοντας τις δραματικές προετοιμασίες για την τελική επίθεση, με τον κόσμο σκοτεινό και ακίνητο πριν τη στιγμή της ύστατης σύγκρουσης. «Ο στρατός των Τούρκων έμοιαζε με αμέτρητος κόκκους άμμο, απλωμένους στο έδαφος από τη μια ακτή ως την άλλη».[8]
Για 53 μέρες, η μικρή τους δύναμη είχε αντιμετωπίσει την ισχύ του οθωμανικού στρατού. Είχαν αποκρούσει τον πιο βαρύ βομβαρδισμό του Μεσαίωνα από το μεγαλύτερο κανόνι που είχε κατασκευαστεί ποτέ. Είχαν αντισταθεί σε τρεις μαζικές επιθέσεις και σε δεκάδες αψιμαχίες, σκότωσαν χιλιάδες Οθωμανούς στρατιώτες, κατέστρεψαν υπόγειες στοές και πολιορκητικούς πύργους, έκαναν ναυμαχίες, εφόδους και ειρηνευτικές συναντήσεις, και προσπάθησαν ακατάπαυστα να φθείρουν το ηθικό του εχθρού.[9]
Η σκηνή αυτή είναι ακριβής όσον αφορά γεωγραφικές και πρακτικές πληροφορίες. Οι φρουροί στις υψηλότερες επάλξεις της πόλης άκουγαν τους Οθωμανούς στρατιώτες να κινούνται στο σκοτάδι κάτω από τα τείχη και θα μπορούσαν να τους δουν τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα. Δεν είμαστε σίγουροι αν ο Κωνσταντίνος και ο Σφραντζής ήταν πραγματικά εκεί. Η αναφορά αυτή είναι πιθανόν να επινοήθηκε μετά από έναν αιώνα από έναν ιερέα που ήταν γνωστός για τις πλαστογραφίες του.[10]
Αυτό που πραγματικά γνωρίζουμε είναι ότι κάποια στιγμή στις 28 Μαϊου ο Κωνσταντίνος και ο υπουργός του χωρίστηκαν και ότι ο Σφραντζής είχε κάποιο προαίσθημα γι’ αυτή τη μέρα και την σημασία της. Ακριβώς δύο χρόνια νωρίτερα, ενόσω βρισκόταν μακριά από την Κωνσταντινούπολη, είχε ένα προαίσθημα. «Εκείνη τη νύχτα, της 28ης Μαϊου [1451], είδα στον ύπνο μου ότι είχα πάει και εγώ στην Κωνσταντινούπολη, και, καθώς έπεσα να φιλήσω τα πόδια του αυτοκράτορα, εκείνος με σταμάτησε, με σήκωσε και με καταφίλησε στα μάτια. Όταν ξύπνησα, διηγήθηκα το όνειρό μου σε εκείνους που κοιμόνταν μαζί μου και τους είπα, να θυμάστε αυτή την ημερομηνία».[11]
Κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Τούρκους με την οικογένειά του. «Η Ρώμη μάς βοήθησε τόσο όσο και ο σουλτάνος του Καΐρου», είπε με πικρία.[12]

Πίνακας της Αλώσεως από τον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο, με τον τίτλο: «Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος ο αυτοκράτωρ των Ελληνορωμαίων εξέρχεται άτρομος εις την μάχην το 1453 Μαΐου 29»
 Ανακτώντας την ελευθερία του δια λύτρων κατέφυγε την 1η Σεπτεμβρίου 1453 στον δεσπότη της Πελοποννήσου Θωμά Παλαιολόγο, με τη γυναίκα του και τη μοναδική κόρη που του είχε απομείνει.[13] Κατά τα επόμενα χρόνια ο Σφραντζής ανέλαβε πάλι διπλωματικές αποστολές, που τον οδήγησαν το 1454 στην Σερβία και το 1455/56 στη Βενετία.Στις 6 Σεπτεμβρίου 1461, κι αφού κατακτήθηκε κι η Πελοπόννησος από τους Τούρκους, ο συγγραφέας αποσύρθηκε κουρασμένος στην Κέρκυρα, απ΄ όπου ταξίδεψε λόγω οικονομικών δυσχερειών ακόμα μια φορά στην Ιταλία, και μάλιστα στο Viterbo και στη Ρώμη μέσω Αγκόνας. Την 1η Αυγούστου 1468, μετά την επιστροφή του στην Κέρκυρα, μπήκε μαζί με τη γυναίκα του σε μοναστήρι ως Γρηγόριος και Ευπραξία.[14] Το φθινόπωρο του 1476 αρρώστησε βαριά. Πρέπει να πέθανε γύρω στο 1478.[15]
Στα γεγραμμένα του Πρωτοβεστιάριου Γεώργιου Σφραντζή παρουσιάζεται μια συνεχής, ένθερμη πίστη στα ιδανικά της Ορθοδοξίας ως η μόνη αληθινή Χριστιανοσύνη, αποστροφή προς τους Δυτικούς και συνεπώς εναντίωση του σε κάθε σχέδιο για την άρση του σχίσματος του 1054.
Ακόμα, διαφαίνεται η σταθερή υποστήριξη προς τη δυναστεία των Παλαιολόγων και αδιάλλακτο μίσος για τους Τούρκους και τον αιμοσταγή σουλτάνο τους που είχε γίνει αιτία να δολοφονηθεί με βαρβαρότητα ο νεαρός γιος του και η πανέμορφη κόρη του.
Ο Σφραντζής χαρακτηρίζει ρητώς τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο «βασιλεύ και μάρτυρα».[16]  Εκφράζει το παράπονο ότι κατά την ημέρα της θυσίας δεν έτυχε να είναι πλησίον του.[17] Μας παραδίδει ένα θρύλημα, ότι με προσταγή του Σουλτάνου «οι ευρεθέντες χριστιανοί έθαψαν το βασιλικόν πτώμα μετά βασιλικής τιμής»[18] σιωπά όμως ανεξήγητα το σημαντικότατο στοιχείο, δηλαδή τον τόπο της ταφής.[19]
Στο χρονικό του, που εκδόθηκε στην Κέρκυρα το 1477, παραθέτει αυτούσια την τελευταία ομιλία του ηρωικού αυτοκράτορα. Ιδού ένα χαρακτηριστικότατο απόσπασμα:
 «[…] Ἐλθὼν οὖν ἀδελφοί, ἡμᾶς ἀπέκλεισε, καὶ καθ᾿ ἑκάστην τὸ ἀχανὲς αὐτοῦ στόμα χάσκων, πῶς εὓρη καιρὸν ἐπιτήδειον ἵνα καταπίῃ ἡμᾶς καὶ τὴν πόλιν ταύτην, ἣν ἀνήγειρεν ὁ τρισμακάριστος ἐκεῖνος καὶ τῇ πανάγνῳ δεσποίνῃ ἡμῶν θεοτόκῳ καὶ ἀειπαρθένω Μαρία ἀφιέρωσεν καὶ ἐχαρίσατο τοῦ κυρίαν εἶναι καὶ βοηθὸν καὶ σκέπην τῇ ἡμετέρᾳ πατρίδι καὶ καταφύγιον τῶν Χριστιανῶν, ἐλπίδα καὶ χαρὰν πάντων τῶν Ἑλλήνων τὸ καύχημα πάσι τοῖς ὦσιν ὑπὸ τὴν τοῦ ἡλίου ἀνατολήν. Καὶ οὗτος ὁ ἀσεβέστατος τήν ποτε περιφανῆ καὶ ὀμφακλίζουσαν ὡς ῥόδον τοῦ ἀγροῦ βούλεται ποιῆσαι ὑπ᾿ αὐτόν. Ἣ ἐδούλωσε σχεδόν, δύναμαι εἰπεῖν, καὶ ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτῆς πάσαν τὴν ὑφ᾿ ἥλιον. […] Λοιπὸν ἀδελφοὶ καὶ συστρατιῶται, κατὰ νοῦν ἐνθυμηθῆτε ἵνα τὸ μνημόσυνον ὑμῶν καὶ ἡ μνήμη καὶ ἡ φήμη καὶ ἡ ἐλευθερία αἰωνίως γενήσηται.
Μετάφραση (του Αρχιμανδρίτη Ι. Οικονομικού):
 «Ήρθε λοιπόν λοιπόν αδελφοί μου, ο Σουλτάνος, να μας πολιορκήσει και να έχει ορθάνοιχτο το τεράστιο στόμα του για να καταβροχθίσει τόσο εμάς όσο και την Πόλη που έχτισε ο αείμνηστος Μεγάλος Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, ο οποίος την αφιέρωσε στην Παναγία Δέσποινα Θεοτόκον και Αειπάρθενο Μαρία, εκφράζοντας την ευχή να την έχουμε πάντοτε βοηθό και προστάτιν της Πατρίδος μας, πού αποτελεί καταφύγιο των χριστιανών, ελπίδα και χαρά των Ελλήνων και καύχημα του κόσμου.
     Ο άπιστος Σουλτάνος όμως θέλει, να υποδουλώσει την Πόλη πού ήταν κάποτε ένδοξη, ανθούσε σαν τριαντάφυλλο του αγρού και είχε υποτάξει ολόκληρο σχεδόν την υφήλιο. Αδέρφια και συμπολίτες μου, θέλω να τα σκεφτείτε αυτά καλά, για να μείνει το όνομα, η δόξα και η ελευθερία σας αιώνια. »

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Phillipides Marios, The Fall of the Byzantine Empire: A Chronicle by George Sphrantzes 1401-1477, εκδ. ΠανεπιστημίουΜασαχουσέτης, Άμχερστ 1980
Carroll Margaret, A contemporary Greek source for the siege of Constantinople 1453: the Sphrantzes chronicle, εκδ. Hakkert, Άμστερνταμ 1985
Grecu Vasile, Georgios Sphrantzes, Memorii 1401-1477, εκδ. EdituraAcademieiRepubliciiSocialiste Romania, Βουκουρέστι 1966
Hunger Hubert, Βυζαντινή Λογοτεχνία, η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, Τόμος Β’ (Ιστοριογραφία, Φιλολογία, Ποίηση), μετάφραση Τ. Κόλιας, Κ. Συνέλλη, Γ. Χ. Μακρής, Ι. Βάσσης, γ’ ανατύπωση, εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2005

[1]Sphrantzes, μτφρ. Carroll, σελ.49
[2]Sphrantzes, μτφρ. Carroll, σελ. 49-50, σελ. 191
[3]Sphrantzes, μτφρ. Philippides, σελ. 69
[4]Sphrantzes, μτφρ. Philippides, σελ. 70, σελ. 192
[5]Sphrantzes, μτφρ. Carroll, σελ. 48
[6]Sphrantzes, μτφρ. Philippides, σελ. 216
[7]Sphrantzes, μτφρ. Carroll, σελ. 74
[8]Sphrantzes, μτφρ. Carrol, σελ. 47
[9]Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία, η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, Τόμος Β’, σελ. 361
[10]Hunger, σελ. 362
[11]Sphrantzes, μτφρ. Phiippides, σελ. 61
[12]Sphrantzes, μτφρ. Philippides, σελ. 72
[13]Grecu V., Georgios Sphrantzes,Memorii 1401-1477, 98.21-23
[14]GrecuV., GeorgiosSphrantzes, 136, 9-14
[15]Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία, η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, Τόμος Β’, σελ. 353
[16]Σφραντζής 35, 10, μτφρ. Pertusi 1, σ. 220
[17]Σφραντζής 35, 9 , μτφρ. Pertusi 1, σ. 220
[18]Σφραντζής 3, 9 (Τωμαδάκης Ιστ. Αλώσ., σ. 724) Βλ. Ξ. Α. Σιδερίδου, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου θάνατος, ταφή και σπάθη, Η Μελέτη (1908), σ. 129), ανάλογες εκφράσεις απαντούν, εννοείται, και σε άλλες πηγές, βλ. π.χ. Σπυρ. Π. Λάμπρου, Βραχέα Χρονικά, επιμ. Κωνστ. Ι. Αμάντου, εν Αθήναις 1932 (Ακαδημία Αθηνών, Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας, τομ. Α’, τεύχ. 1), σ. 18, αρ. 9 («ο μακαρίτης και μάρτυρας κυρ Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος»), σ. 55, αρ. 29 («ο άγιος και μάρτυς και βασιλεύς Κωνσταντίνος») του ιδίου, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά 4, εν Αθήναις 1930, σ. 93 («και εκομίσατο τον του μαρτυρίου στέφανον»)
[19]Βλ. Ξ. Α. Σιδερίδου, ό. π., σ. 129-130


ΠΗΓΗ👈

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.